- θειότερον
- θεῑότερον , θεῖος 1ofadverbial compθεῑότερον , θεῖος 1ofmasc acc comp sgθεῑότερον , θεῖος 1ofneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
божьствьнѣи — (5*) сравн. степ. Более божественный: Евьтихи˫ане. иже ѡ(т) евьтихѣ˫а именьмь. ересоу имоущю. не гл҃ющеи ѡ(т) ст҃ы˫а дв҃цѩ мари˫а. възѩти плъть г҃оу нашемоу iс҃оу х҃оу. нъ б҃жьствьнѣѥ нѣкако въплътитисѩ ѥмоу ˫авл˫ающе. (ϑειότερον) КЕ XII, 264б;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek